Εκείνες τις μέρες
Εκείνες τις μέρες ξυπνούσαμε συνεπαρμένοι
μα όχι από χαρά, άγρυπνοι σαν ζώα
σε εγρήγορση μπροστά σε αθέατο κίνδυνο,
μέσα στην ένταση της ατμόσφαιρας
περπατούσαμε με το σώμα πιο στητό συλλαμβάνοντας
τις πιο αμυδρές κινήσεις, τους ναρκομανείς να γέρνουν
ο ένας στον άλλο σαν να μην τους κρατούσαν πια
οι ραχοκοκαλιές τους, κάποιος έξυνε μια πληγή.
αντίθετα εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε
αγνοώντας τον πόνο, την δυσωδία των σκουπιδιών
οσμή γάτας σε αποσύνθεση, απορρίματα σωρευμένα από τις επιδρομές
εκείνες τις μέρες οι Αφρικανοί μετανάστες
Δεν μπορούσαν να απλώσουν την πραμάτεια τους
καθώς στα πεζοδρόμια μαζευόταν η κομματική νεολαία
και κρεμούσαν τα πανώ τους σε αγάλματα και δέντρα
Ακόμα και τα αγάλματα εκείνες τις μέρες είχαν βλέμμα στωικό
με τα βανδαλισμένα με σπρέι μουστάκια τους, τις ζωγραφισμένες
ρόγες στο στήθος, ανήσυχοι πολίτες σαν εμάς
επωμίζονταν κι αυτοί το βάρος καθώς τα ξεπερασμένα
επαναστατικά τραγούδια ούρλιαζαν από τα μεγάφωνα
που είχε τοποθετήσει η κομμουνιστική νεολαία
εκείνοι οι νέοι νοιάζονταν ακόμα για τον κομμουνισμό και τις ελπίδες του
καθώς τραγουδούσαν τους στίχους του Ρίτσου
τα τραγούδια του Θεωδωράκη, εμπνευσμένοι πατριώτες
αν και σήμερα, μας φαίνονται μακρινές εκείνες οι μέρες
καθώς δίνουμε ψιλά σε καλοντυμένους κυρίους
που απολογούνται για τη ζητιανιά και εξηγούν
πως είναι απελπισμένοι, με οικογένειες. Σήμερα, σκεφτόμαστε
θα χρειαστεί ένα θαύμα για να σωθούμε
αφού ξέρουμε πως δεν είναι πια αρκετό να κάνουμε το καθήκον μας,
να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας. Εκείνες τις μέρες, θα πούμε, αν είμαστε
τυχεροί σε εγγόνια και νεαρούς φίλους, “άνθρωποι πέθαιναν στην Ελλάδα όχι λόγω
πολέμου αλλά επειδή κάποιοι δεν διέκριναν τον εχθρό
ή δεν τον αναγνώρισαν εγκαίρως.”
Those days we woke almost excited
though not with joy, wakeful like an animal
alert to a danger it cannot see, but can sense
in the tension of the air those days we walked
straighter than usual, aware of the
smallest movements, the drug addicts leaning
into each other as if their spines
had collapsed, someone scratching at a scab.
Unlike them we kept walking
ignoring our hurt, the garbage stench
like a rotting cat, trash piled up from the strikes
those days the refugees from Africa
could not always spread their wares
as the pavements gathered the party youth
who hung their banners from statues and trees.
Even the statues those days wore stoic looks
as they bore their spray-painted mustaches, their added nipples,
weary citizens like the rest of us
shouldering a weight as the outdated
revolutionary songs blared from megaphones
set up by the Communist youth who still cared
for Communism and its hopes
as they sang the lyrics from the poems of Ritsos,
the songs of Theodorakis, inspired patriots,
though today, we think of those days as long gone
as we hand over change to respectfully dressed men
who apologize for their begging and explain
they are desperate, with families. Today, we think
it will take a small miracle to save us
since we know it is no longer enough to do our duty,
pay our bills. “Those days” we will say, if we are lucky,
to grandchildren and young friends, “people died in Greece,
not because of war but because some did not see
the enemy, or recognize it in time.”
Translated from the Greek by Katerina Iliopoulou